φαρέτρης

φαρέτρης
φαρέτρα
quiver
fem gen sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξαιρώ — (AM ἐξαιρῶ, έω) [αιρώ] 1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ 2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών… …   Dictionary of Greek

  • οϊστοκόμος — ὀϊστοκόμος, ον (Α) (για φαρέτρα) αυτός που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά βελών («ὀϊστοκόμοιο φαρέτρης», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + κόμος (< κομῶ), πρβλ. μελισσο κόμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”